- καταστάθμησις
- καταστάθμησις, ἡ (Α)(σχετικά με αστρον. όργανο) η μέτρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στάθμησις «μέτρηση» (< σταθμῶ «μετρώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταστάθμησιν — καταστάθμησις accurate measurement fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)